φαγοκυττάρωση

φαγοκυττάρωση
(Βιολ.). Βιολογική διεργασία που εκτελείται από ένα κύτταρο με σκοπό την εξουδετέρωση ξένων σωμάτων. Το κύτταρο που έχει την ιδιότητα της φ. βγάζει ψευδοπόδια, τα οποία περιβάλλουν το ξένο σώμα και ενώνονται στη συνέχεια ώστε αυτό να γίνει ενδοκυτταρικό· έτσι το ξένο σώμα βρίσκεται σε ένα είδος κενοτοπίου, όπου τα κυτταρικά ένζυμα μπορούν να προχωρήσουν στην πέψη του. Η φ. παρατηρείται στα πρωτόζωα και στα ανώτερα ζώα· στα μονοκύτταρα όντα και στα πολύ απλά αντιπροσωπεύει μια βασική λειτουργία, με την οποία το κύτταρο παίρνει θρεπτικά υλικά από το περιβάλλον. Στα ανώτερα ζώα η φ. περιορίζεται σε ορισμένους ιστούς (μεσέγχυμα) και έχει αμυντικό σκοπό, εφόσον τα κύτταρα που έχουν την ιδιότητα αυτή (φαγοκύτταρα) ενσωματώνουν και απορροφούν μικρόβια και κοκκία αδρανή ή βλαβερά. Και στον άνθρωπο η φ. εκτελεί σημαντική αμυντική λειτουργία, κυρίως αντιμικροβιακή: η ιδιότητα αυτή χαρακτηρίζει τα ιστιοκύτταρα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος (μακροφαγοκύτταρα) και τα ουδετερόφιλα και ηωνοσόφιλα κοκκιοκύτταρα του αίματος (μικροφαγοκύτταρα). Παρόμοια με τη φ. είναι η διαδικασία της πινοκυττάρωσης, κατά την οποία το κύτταρο απορροφά υγρά· στην περίπτωση αυτή σχηματίζονται στην κυτταρική μεμβράνη μικρά εγκολπώματα που εισχωρούν όλο και πιο βαθιά μέσα στο κυτταρόπλασμα μέχρι που να αποσπαστούν από τη μεμβράνη και να είναι ελεύθερα μέσα στο κύτταρο. Φαίνεται ότι η πινοκυττάρωση είναι φαινόμενο πολύ διαδεδομένο σε όλους τους τύπους κυττάρων. Σε πολλές ασθένειες αυξάνει η ικανότητα φ. μικροβίων από τα φαγοκύτταρα του οργανισμού, γι’ αυτό και η εργαστηριακή εξέταση της ικανότητας αυτής, αποτελεί ένα σύγχρονο διαγνωστικό μέσο.
* * *
ή φαγοκύτωση, η, Ν
βιολ. η ιδιότητα ορισμένων κυττάρων ή πρωτοζώων να εγκολπώνουν και να πέπτουν άλλα κύτταρα ή σωματίδια, η οποία είναι επίσης γνωστή ως κυτταροφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγοκύτταρο + κατάλ. -ωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • λευκοκύτταρα — Τύπος κυττάρων του αίματος των ζώων και των ανθρώπων. Ονομάζονται και λευκά αιμοσφαίρια. Τα λ., μαζί με τα ερυθροκύτταρα και τα αιμοπετάλια, αποτελούν τα έμμορφα συστατικά του αίματος. Σχηματίζονται στον μυελό των οστών από πολυδύναμα… …   Dictionary of Greek

  • μικροβιοφάγος — ο αυτός που καταστρέφει τα μικρόβια με φαγοκυττάρωση 2. (μικρβλ.) ιός που καταστρέφει βακτηρίδια 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μικροβιοφάγα κύτταρα τού οργανισμού που έχουν την ιδιότητα να καταστρέφουν τα μικρόβια …   Dictionary of Greek

  • οψωνίνη — η συν. στον πληθ. οι οψωνίνες βιοχ. ιατρ. φυσικά αντισώματα τού ορού τού αίματος τα οποία καθιστούν τα μικρόβια που εισδύουν στον οργανισμό ευπαθή στη φαγοκυττάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opsonin < λατ. opsonium < ὀψώνιον… …   Dictionary of Greek

  • πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… …   Dictionary of Greek

  • προσβολίνη — η, Ν φυσιολ. ουσία η οποία εκκρίνεται από τα παθογόνα μικρόβια, αντιτίθεται στη φαγοκυττάρωση και περιορίζει τη φυσική άμυνα τού οργανισμού …   Dictionary of Greek

  • πύον — το, ΝΜΑ, και πύος Α υγρό, αδιαφανές, φλεγμονώδες εξίδρωμα, πλούσιο σε αλλοιωμένα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα ύστερα από φαγοκυττάρωση στην εστία μιας φλεγμονής αρχ. πυός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πύθω] …   Dictionary of Greek

  • φαγοκυτταρισμός — ο, Ν φαγοκυττάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγοκύτταρο + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • φαγοκύτωση — η, Ν φαγοκυττάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phagocytosis < phagocyte (βλ. λ. φαγοκύτταρο) + κατάλ. osis (< ωση). Η λ., στον λόγιο τ. φαγοκύττωσις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”